τεκέων

τεκέων
τέκος
the young
neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
τίκτω
bring into the world
fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εύσταχυς — εὔσταχυς και ἐΰσταχυς, υ (Α) 1. αυτός που έχει πολλά και ωραία στάχια 2. ανθηρός, καρποφόρος («τεκέων εὔσταχυν ἀνθοσύνην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στάχυς] …   Dictionary of Greek

  • νέατος — (I) νέατος, άτη, ον και νειάτιος, ίη, ον, επικ. και ιων. τ. νείατος, αρκαδ. τ. νήατος, άτη, ον και συνηρ. νῆτος, η, ον (Α) 1. έσχατος, τελευταίος («τὰς νεάτας πλευράς», Ιπποκρ.) 2. κατώτατος, χαμηλότατος («οἱ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ πόδα νείατον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”